Με λένε Ντάτα. Ζω σ’ έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω…
Αλεξάνδρα Σαλβάνου, του Ροβέρτου και της Χαριτίνης. Έγινε σύντομα η Ντάτα. Χωρίς επώνυμο. Χωρίς παρελθόν. Ένοχη για όλα τα αμαρτήματα που θα μπορούσε να της καταλογίσει η Εκκλησία ή η Αστυνομία. Η ίδια δεν αισθάνθηκε ποτέ ένοχη για τίποτα. Δε σκέφτηκε ποτέ πως μέσα της πρώτα γεννιόταν το κακό, μετά το χειρότερο, και ποτέ το καλό. Όμορφη. Ακόμη ένα όπλο, μια παγίδα για τα ανυποψίαστα θύματά της. Κανένας δεν περιμένει η όψη ενός αγγέλου να κρύβει τη μαύρη ψυχή ενός σατανά, ταγμένου να σκορπά το θάνατο και τον όλεθρο. Ποτέ δεν απέκτησε φίλους, ούτε αισθάνθηκε την έλλειψή τους. Τους θεωρούσε αδυναμία, ένα όπλο στα χέρια του αντιπάλου. Αντίθετα οι εχθροί της ήταν πολλοί, όμως ήξερε να πολεμάει.
Ντάτα. Μια γυναίκα που έζησε σ’ έναν κόσμο που μόνη της έφτιαξε. Με δικούς της νόμους. Δε μετάνιωσε ποτέ για τίποτα…