«Άραγε θα ξεχάσουμε ποτέ; Θα γιατρευτούμε απ’ τις πληγές;»
«Παρακαλώ να μην ξεχάσω. Τούτος ο αγώνας από τον νου και την καρδιά μου να μη σβηστεί. Τόσες θυσίες, τόσες αδικοχαμένες ψυχές, ούτε μια να μη λησμονηθεί…»
Πήρε το βλέμμα της από πάνω του και κοίταξε με μάτια βουρκωμένα τη Θεσσαλονίκη που έσβηνε αργά στην πρωινή ομίχλη.
«Έχεις δίκιο…» ψιθύρισε στο τέλος. «Ο μόνος τάφος των νεκρών είναι οι καρδιές των ζωντανών…»
Ο Μήλιος, η Ανθή, η μικρούλα Βάσιλκα, λιανοκέρια της σκλάβας Μακεδονίας. Μια χούφτα χρόνια μόνο η ζωή τους, στεριωμένα σε φωτιά και πόλεμο.
Η Αρετή και η Φωτεινή, γυναίκες της μικρής πατρίδας, ταγμένες σε αγώνα αντρειωμένο για το γένος και τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για το παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη.
Σιμά τους ο Παύλος Μελάς, ο Τέλλος Άγρας, ο καπετάν Κώττας, ο καπετάν Γαρέφης. Κείνοι που θυσιάστηκαν κι αναπαύτηκαν αιώνια στα σπλάχνα της μακεδονικής γης, αντάμα με χιλιάδες άλλους άνδρες και γυναίκες του λαού μας.
Συναξάρια της μικρής πατρίδας.
Μαρτύρων και ηρώων αίμα.
Αυτή είναι η ιστορία τους.