"Οι Ελεγείες του Ντουίνο" αποτελούν, μαζί με τα "Σονέτα στον Ορφέα", το κορυφαίο έργο του Ρίλκε, που συνειδητά και βασανιστικά ωρίμαζε μέσα του για δέκα ολόκληρα χρόνια (1912-1922). Εκτός από τους "εραστές" και την "ερωτευμένη γυναίκα" που εγκαταλείπεται από τον αγαπημένο της, οι "Ελεγείες" υφαίνονται γύρω από δύο ακόμη κεντρικές μορφές: τον "άγγελο" και τον "νεαρό νεκρό". Ο Ρίλκε τις χρησιμοποιεί για να καταδείξει την αδυναμία να βιωθεί πλήρως το ανθρώπινο αίσθημα καθώς και την ανάγκη να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά της πραγματικότητας. Το "αίτημά" του συνδέεται με την αρνητική εικόνα που ο ίδιος έχει για τον σύγχρονο, βιομηχανικό κόσμο, που κατέρρευσε στη βαρβαρότητα του πολέμου. Με τις "Ελεγείες του Ντουίνο" η γερμανόφωνη ποίηση οδηγείται σε μια κορύφωση, αλλά ταυτόχρονα ανανεώνεται. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Μούζιλ πως ο Ρίλκε "τελειοποίησε για πρώτη φορά το γερμανικό ποίημα". Ο Τσβάιχ κάνει λόγο για "άπειρο τέντωμα της γλώσσας, που χρειάστηκε να υπερβεί τα όριά της και να καμφθεί ως τις απύθμενες αβύσσους της" και τοποθετεί τον Ρίλκε -χάρη στις "Ελεγείες"- στο ίδιο επίπεδο ποιητικού μεγαλείου με τους Χαίλντερλιν και Νοβάλις. "Η ερμηνευτική προσέγγιση της Τοπάλη προκύπτει από τη συνεχή επαλήθευση μέσω της πλούσιας σχολιασμένης έκδοσης των πηγών (Materialien) και τη σχολιασμένη έκδοση των "Ελεγειών", των διαισθήσεων που γεννάει η "εντατική ανάγνωση". Αυτό που επαληθεύει και εν τέλει υποστηρίζει τόσο στις εμβριθείς σημειώσεις, όσο και κυρίως στο πλούσιο επίμετρο, είναι η μοναδικότητα ενός ποιητή, ο οποίος περισσεύει από κάθε προκρούστεια λογοτεχνική κλίνη, τόσο των προκατόχων του, της ρομαντικής σχολής όπως ο Χαίλντερλιν ή ο Νοβάλις, όσο και εκείνης του μοντερνισμού, με τους εκφραστές της οποίας όπως ο Έλιοτ ή ο Πάουντ τον συνδέουν επίσης δεσμοί συγγένειας". [Σπύρος Γιανναράς, "Η Καθημερινή της Κυριακής"]