Κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούμενο χειμώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρμα της μεγάλης ανηφόρας.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα στην εποχή της κρίσης, της ανεργίας και της νεανικής μετανάστευσης. Ο άντρας εγκαθίσταται στον πύργο, ένα εμβληματικό αρχοντικό, πατρικό της γυναίκας του που έχει πεθάνει. Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ένας καλοβαλμένος αστός που έχει υπερβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του, εύρωστος επιχειρηματίας με πλούτο εμπειριών, έχει ταξιδέψει σε κάθε γωνιά της γης και έχει συναναστραφεί ανθρώπους με ισχύ. Ο Έξαρχος έχει τρεις κόρες από τις οποίες οι δύο διαπρέπουν στο εξωτερικό ενώ η μικρότερη ζει στην Αθήνα. Η παρουσία του στο μικρό χωριό γεννάει φήμες, όπως ήταν αναμενόμενο, οι οποίες εντείνονται απ’ τη στιγμή που γίνεται γνωστό πως αυτός ο άρχοντας με την αυταρχική συμπεριφορά και το γεμάτο πορτοφόλι έχει έρθει για να εγκατασταθεί κι όχι να φύγει με τις πρώτες βροχές, τότε που το χωριό αρχίζει να ερημώνει.
Στη διάρκεια ενός χρόνου, όσο κρατάει η δράση του μυθιστόρηματος, πίσω απ’ τις κουρτίνες της κάθε μέρας ελλοχεύει μια σκοτεινή οικογενειακή ιστορία αλλά και ο ίδιος ο σαιξπηρικός κόσμος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίμα…
Το μυθιστόρημα συνομιλεί πότε φανερά και πότε υπόγεια με τον Βασιλιά Ληρ, όπως και με τον χθόνιο πολιτισμό των αμόρφωτων αγροτών του Ραμπελαί στον Γαργαντούα. Στο κείμενο εξυφαίνεται αφενός η σταδιακή αποδόμηση ενός εξουσιαστή πατριάρχη κι αφετέρου η αμηχανία και ο τρόμος αυτού του μικρού βασιλιά μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει με τρομακτικές ταχύτητες, που ο ίδιος δεν μπορεί πια να τον διαχειριστεί. Το μυθιστόρημα ασχολείται και με το γέλιο, με την άγονη αναζήτησή του, τη δίψα να το αιχμαλωτίσουμε, την αποτυχία να νιώσουμε τη γάργαρη επέλασή του.