Κατά τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα εγχώρια κινηματογραφικά αστέρια. Ένα από αυτά υπήρξα κι εγώ, ο Βίκτορας Νοταράς. Ελάχιστοι έμαθαν πως τα πρώτα μου εφηβικά βήματα τα έκανα στα διαβόητα στενοσόκακα της πιο αμαρτωλής γειτονιάς, της Τρούμπας, με τα μπορντέλα και τις γυναίκες που πουλούσαν φθηνό έρωτα, πρώτα ως αγαπητικός και μετά ως βαποράκι. Το μέλλον μου ήταν αβέβαιο, όμως δε μου καιγόταν καρφί. Και γιατί να μου καεί; Ήμουν νέος, γοητευτικός, δεν περνούσα απαρατήρητος. Ένα καπρίτσιο της μοίρας με έχρισε μέσα σε μια νύχτα πρωταγωνιστή ταινιών, έγινα αυτό που έλεγαν κινηματογραφικό αστέρι, σταρ∙ δεν ξέρω πώς στον διάολο εκτοξεύτηκα τόσο ψηλά, άλλοι το αποφάσισαν, όχι εγώ. Σύντομα έφυγα στο εξωτερικό, έκανα καριέρα κι εκεί. Τα είχα όλα. Νιάτα, δόξα, λεφτά. Οι γυναίκες παραληρούσαν για ένα μου αυτόγραφο, πολύ περισσότερο για μια βραδιά μαζί μου. Δεν εκτίμησα τίποτα… Τίποτα.
Ανίκανος να διαχειριστώ την τεράστια φήμη μου, έκανα τα πάντα για να αμαυρώσω το όνομά μου, να ποδοπατήσω το γνήσιο ταλέντο μου, να καταστρέψω την εικόνα μου, να ραγίσω το είδωλό μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν ο θύτης που πίστευα, που πίστευαν όλοι, ήμουν το θύμα. Ήταν όμως αργά. Βλέπετε, όταν ραγίσουν τα είδωλα, τα «σκοτώνουν».
Μπορεί ένα λάθος της νιότης να φέρει την ανατροπή; Να γίνει η αιτία να αναθεωρήσουμε ολόκληρη τη ζωή μας; Να ξαναγεννηθούμε; Ίσως…